usher in - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

usher in - translation to ολλανδικά

AMERICAN POLITICIAN (1816–1889)
John P. Usher; John Parker Usher; Usher, John Palmer

usher in      
binnenleiden, inleiden
binnenleiden      
usher in, usher
mother-in-law         
PARENT OF ONE'S SPOUSE
Mother-in-Law; Mother in law; Father-in-Law; Father in law; Mother in Law; Parents-in-law; Parents in law; Law parents; Law-parents; Parent in law; Law-parent; Law parent; Mother-in-law; Father-in-law
schoonmoeder

Ορισμός

usher in
If one thing ushers in another thing, it indicates that the other thing is about to begin. (FORMAL)
...a unique opportunity to usher in a new era of stability in Europe.
PHRASAL VERB: V P n (not pron)

Βικιπαίδεια

John Palmer Usher

John Palmer Usher (January 9, 1816 – April 13, 1889) was an American administrator who served in the Cabinet of President Abraham Lincoln during the American Civil War.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για usher in
1. The settlements will usher in a reawakening of the people.
2. Egypt believes that the crossings should be opened at this stage to usher in humanitarian aid.
3. Will the Beijing Olympics of 2008 usher in a new dawn?
4. The Syrian disengagement was supposed to usher in a new era of independence from Damascus‘s embrace.
5. Ely Ould Mohamed Vall vowed he was stepping in only to usher in democracy.